- τιτθίζω
- Α [τίτθη]1. (μτβ.) θηλάζω2. μέσ. τιτθίζομαιβυζαίνω («ἀναρρηθήσεται ὡς τιτθιζόμενον βρέφος», Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιτθιζόμενον — τιτθίζω suckle pres part mp masc acc sg τιτθίζω suckle pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθισμός — ὁ, Α [τιτθίζω] η πίεση τής θηλής τού μαστού από βρέφος που θηλάζει … Dictionary of Greek